α

α

Σάββατο 18 Απριλίου 2009

Βιολογία και χρόνος. Μέρος Β'

(συνέχεια)...
Τί είναι όμως στην πραγματικότητα ο χρόνος; Θέτοντας αυτή την τόσο απλή ερώτηση, αγγίζουμε ίσως την πιο παράξενη πτυχή της επιστήμης διότι οδηγούμαστε καταπληκτικά γρήγορα από το τόσο γνώριμο στο αλλόκοτο. Απαντώντας επιδερμικά το ερώτημα θα λέγαμε, ότι ο χρόνος είναι κάτι που το δημιουργούμε όταν το μετράμε διαιρώντας το σε δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες, ημέρες, κ.λ.π. Ξέρουμε το χρόνο σαν κάτι που κινείται, που μας σαρώνει, μια αέναη ροή ενός ποταμού με σταθερό ρυθμό από το παρελθόν προς το μέλλον. Αυτή ίσως είναι η πρώτη μας ψευδαίσθηση. Πιο συγκεκριμένα, εάν κάποιος μας ρωτήσει «πόσο πρέπει να περιμένουμε μέχρι να φτάσει το 2012;», αυτομάτως θα απαντήσουμε «τρία χρόνια». Οποιαδήποτε άλλη απάντηση θα φάνταζε αδιανόητη. Κι όμως, η απάντηση αυτή στηρίζεται στους ανθρώπινους περιορισμούς και όχι στην πραγματικότητα.

Ένα απ’ τα αξιώματα της Θεωρίας της Σχετικότητας, το οποίο αντίκειται στην κοινή λογική, είναι, ότι ο χρόνος επιβραδύνεται όσο τα υλικά σώματα πλησιάζουν το κοσμικό όριο ταχύτητας, την ταχύτητα του φωτός. Κατά συνέπεια, οι αστροναύτες μιας διαστημικής αποστολής με σκάφος, το οποίο θα ταξίδευε πολύ κοντά στην ταχύτητα του φωτός, θα αντιλαμβάνονταν ότι το ταξίδι τους διήρκεσε έξι μήνες ενώ στη Γη θα είχε περάσει ένας ολόκληρος αιώνας. Η επιστροφή θα έβρισκε τους αστροναύτες κατά τι μεγαλύτερους σε ηλικία ενώ όλα τα αγαπημένα τους πρόσωπα δεν θα βρίσκονταν στη ζωή. Συνεπώς, θα ήταν εφικτό να φτάσουμε στο έτος 2012 – για τη Γη – σε δύο χρόνια, σε ένα ή ακόμα και σε έξι μήνες εάν κατορθώναμε να κατασκευάσουμε ένα διαστημόπλοιο, το οποίο θα ταξίδευε με ταχύτητα που θα προσέγγιζε την ταχύτητα του φωτός. Πρόκειται για το περίφημο φαινόμενο της «διαστολής του χρόνου» του Αϊνστάιν ή μάλλον του…Καραθοδωρή, το οποίο έχει αποδειχθεί και πειραματικά.

Το σχετικό πείραμα έλαβε χώρα σε εργαστήρια, όπου χρησιμοποιήθηκαν επιταχυντές υψηλής ενέργειας. Υπελογίσθη, ότι ορισμένα σωματίδια γνωστά ως μειόνια μπορούν να επιμηκύνουν τον μέσο όρο ζωής τους, ο οποίος είναι σε φυσιολογικές συνθήκες μερικά εκατομμυριοστά του δευτερολέπτου, εάν επιταχυνθούν σε υψηλές ταχύτητες. Εάν μάλιστα αποκτήσουν ταχύτητες, οι οποίες να προσεγγίζουν την ταχύτητα του φωτός τότε ο μέσος χρόνος ζωής τους θα γίνει μέγιστος. Κατά συνέπεια, τα σωματίδια, που κινούνται με την ταχύτητα του φωτός, όπως είναι τα φωτόνια για παράδειγμα, είναι άχρονα.


Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει, ότι με παρόμοια «επιτηδευμένα τερτίπια του χρόνου» δυνάμεθα να παρατείνουμε τη διάρκεια της ζωής μας κινούμενοι με την ταχύτητα του φωτός. Φέρουμε πάντα μαζί μας ενσωματωμένο το βιολογικό μας ρολόι και ιδιαίτερα την καρδιά. Γι’ αυτό άλλωστε και ο πρώτος τρόπος μετρήσεως του χρόνου από τον άνθρωπο ήταν οι χτύποι της καρδιάς του. Ο βιολογικός αυτός ρυθμιστής του χρόνου κρατάει σταθερό τον εσωτερικό χρόνο ανεξαρτήτως από την ταχύτητα με την οποία ταξιδεύουμε.

Υπολογίζουμε τις μονάδες του χρόνου σε συνάρτηση με τις μονάδες του χώρου. Δεδομένου του γεγονότος της κινήσεως του φωτός με την ασύλληπτη ταχύτητα των 300.000 km/sec θα μπορούσαμε να πούμε, ότι κοιτάζοντας το διάστημα, κοιτάζουμε πίσω στο χρόνο. Αυτό σημαίνει, πως το φως, το οποίο δημιουργείται σε ορισμένα αστρικά αντικείμενα δεν φτάνει σε εμάς ακαριαία αλλά χρειάζεται κάποιο χρόνο. Εάν για παράδειγμα ο Ήλιος εξαφανίζονταν αυτή τη στιγμή – με την προϋπόθεση ότι ως δια μαγείας θα αποφεύγαμε τα καταστροφικά αποτελέσματα της ελλείψεως της βαρύτητας – θα εξακολουθούσαμε να βλέπουμε την τροχιά του Ήλιου για 8 λεπτά ακόμη, παρ’ όλο που αυτός δεν θα υπήρχε πια. Αυτό συμβαίνει απλώς, διότι με βάση τη συγκεκριμένη θέση του Ήλιου χρειάζονται οκτώ λεπτά για να φτάσουν οι ακτίνες του σε εμάς.

Ομοίως, η εικόνα, που βλέπουμε από τους μακρινούς Γαλαξίες δεν είναι τίποτε άλλο από την κατάσταση, στην οποία αυτοί βρίσκονταν πριν από εκατομμύρια χρόνια. Ίσως τώρα να μην υπάρχουν καν! Άρα λοιπόν, αυτό, που αντιλαμβανόμαστε κοιτάζοντας τα άστρα στο νυχτερινό ουρανό δεν είναι το ΤΩΡΑ αλλά το απώτατο παρελθόν τους. Είμαστε δηλαδή οι κοσμικοί αρχαιολόγοι αφού οτιδήποτε βλέπουμε γύρω μας μέσα στο Σύμπαν είναι παρελθοντικές εικόνες του! Κατά συνέπεια, μέλλον είναι το παρελθόν των αστρικών συστημάτων, το οποίο δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτό απ’ τον άνθρωπο ενώ παρελθόν του Σύμπαντος είναι οι παρελθοντικές εικόνες του, τις οποίες έχει ήδη προσλάβει ο ανθρώπινος εγκέφαλος...

Με άλλα λόγια, παρελθόν και μέλλον ταυτίζονται ενώ ακόμη και αυτή η γραμμική αλληλουχία της φοράς του χρόνου, παρελθόν → παρόν → μέλλον αρχίζει και ανατρέπεται... Η σύγχρονη Φυσική συνεπώς, δέχεται τον χρόνο σαν μια επί πλέον διάσταση, πέρα από το μήκος, το πλάτος και το ύψος. Οι 4 αυτές διαστάσεις είναι αλληλένδετες και δομούν το λεγόμενο χωροχρονικό συνεχές, συναποτελόντας την κοινή πραγματικότητα του τετραδιάστατου χωροχρόνου.

Κατά πολλούς, το παρόν είναι αποκύημα της ανθρώπινης φαντασίας. Κοιτάζοντας το ρολόι μας και βλέποντας ότι η ώρα είναι για παράδειγμα οκτώ και δέκα, αυτό που λέμε είναι ότι πριν από ένα κλάσμα του δευτερολέπτου η ώρα ήταν οκτώ και δέκα. Το παρελθόν όμως και το μέλλον διαχωρίζονται και ενοποιούνται σε συνάρτηση με τον ανθρώπινο παράγοντα, με την παρουσία του ανθρώπου ως βιολογική οντότητα. Η σχέση παρελθόντος και μέλλοντος μπορεί να απεικονιστεί με το ακόλουθο παράδειγμα: Βρισκόμαστε μέσα σε ένα αεροπλάνο παρατηρώντας από ψηλά τους λόφους και τις πεδιάδες της ερήμου. Το τοπίο αναπαριστά το χρόνο, παρελθόν και μέλλον. Στη συνέχεια, εντοπίζουμε ένα καραβάνι από καμήλες να διασχίζει την έρημο. Τα ίχνη πάνω στην άμμο υποδεικνύουν την πορεία του καραβανιού. Αυτό, ορίζεται ως παρελθόν, μια ήδη τετελεσμένη υπόσταση, καθορισμένο για πάντα απ’ την ύπαρξη της πραγματικότητας. Ξάφνου, ένας τεράστιος αμμόλοφος φράζει την έλευση του καραβανιού δημιουργώντας μια διχάλα, μια διακλάδωση στο δρόμο, δυο νέες πορείες για τον οδηγό του καραβανιού, ο οποίος θα πρέπει τώρα να επιλέξει ποιόν δρόμο θα ακολουθήσει.

Η επιλογή της πορείας απ’ τον οδηγό θα καθορίσει το μέλλον του. Στο τοπίο του χρόνου, η πορεία, που δεν επιλέγει, παραμένει επίσης κομμάτι της πραγματικότητας. Και οι δύο πορείες ισχύουν το ίδιο. Είναι αδύνατον να εξαφανίσουμε κάποιο μονοπάτι στο Σύμπαν επειδή ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο ον δεν επέλεξε να το ακολουθήσει. Κατά συνέπεια, στο τοπίο του χωροχρόνου όλα τα μελλοντικά γεγονότα είναι εξ’ ίσου «πραγματικά». Τόσο πραγματικά, όσο και το παρελθόν, το οποίο έμεινε πίσω μας. Το μέλλον δεν είναι προκαθορισμένο απλά και μόνον διότι εμείς με τις επιλογές μας διαχωρίζουμε τα γεγονότα, τα οποία θα συναντήσουμε από εκείνα, που δε θα μάθουμε ποτέ μέσα στο τετραδιάστατο χωροχρονικό πλέγμα. Η πορεία δηλαδή, την οποία επελέξαμε να ακολουθήσουμε υποδεικνύει μόνο τη μια πλευρά του παραθύρου των αισθήσεων και του νου μας. Ένα παράθυρο, όπου επάνω στο «παραμορφωτικό» του γυαλί βρίσκεται ένα άπειρο φάσμα μελλοντικών επιλογών. Η αίσθηση, ότι ο χρόνος «κυλάει» είναι ίσως η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση του ανθρώπινου νου...

Ο Γάλλος φυσικός Louis de Broglie συνοψίζοντας τη σχετικότητα του χρόνου αναφέρει τα εξής: «Δεν είναι ο χρόνος που κινείται. Είναι η δική μας αίσθηση του εαυτού, που ταξιδεύει χάρη στις επιλογές, που κάνουμε ανάμεσα στους λόφους και τις κοιλάδες ενός μέλλοντος που ήδη υπάρχει. Στο χωροχρόνο, παρελθόν, παρόν και μέλλον δένονται όλα μαζί…..Με την πάροδο του χρόνου ο κάθε παρατηρητής ανακαλύπτει νέες…φέτες του χωροχρόνου, οι οποίες φαίνονται ως διαδοχικές όψεις του υλικού κόσμου, παρ’ ότι στην πραγματικότητα το σύνολο των γεγονότων, που αποτελούν το χωροχρόνο υπάρχουν πριν ο παρατηρητής αποκτήσει γνώση της ύπαρξής τους».

Η άποψη αυτή συμπλέει απολύτως με τα συμπεράσματα της σύγχρονης Φυσικής, ιδιαιτέρως δε της Κβαντομηχανικής. Όπως αναφέρει ο Fred Allen Wolf στο βιβλίο του Παράλληλα Σύμπαντα: «Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον υπάρχουν δίπλα - δίπλα. Αν μπορούσαμε να “παντρέψουμε” εντελώς τους χρόνους, που αντιστοιχούν σε κάθε λεπτό των υπάρξεών μας, οι οποίες είναι δέσμιες του χρόνου τότε πραγματικά δεν θα υπήρχε η αίσθηση του χρόνου κι εμείς θα καταλαβαίναμε την άχρονη κατάσταση που θεωρήθηκε – από πολλές πνευματικές πρακτικές – αληθινή ή ακόμη και η βάση της πραγματικότητας». Πράγματι, όπως είπαμε παραπάνω, τα σωματίδια του φωτός, τα φωτόνια, είναι χωρίς αμφιβολία και πραγματικά και άχρονα Είδαμε επίσης προηγουμένως, ότι καθώς ένα υλικό σώμα πλησιάζει την ταχύτητα του φωτός, το ρολόι του επιβραδύνεται. Στην ταχύτητα του φωτός το ρολόι σταματά εντελώς. Άρα το φως είναι άχρονο. Εκεί, όλα τα πράγματα του παρελθόντος και του μέλλοντος συνυπάρχουν σε ένα διαρκές τώρα.

Συνήθως, φανταζόμαστε το φως σαν μια στενή λωρίδα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, την οποία χρησιμοποιούμε για να «βλέπουμε». Όμως, ολόκληρο το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα, από τα μακρά κύματα έως τα βραχέα κοσμικά κύματα, συναποτελείται από κύματα διαφορετικού μήκους, που όλα ταξιδεύουν με την ταχύτητα του φωτός. Πολλοί επιστήμονες, μεταξύ των οποίων ο Paul Davies και ο Fred Hoyle παρετήρησαν, ότι τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα μπορούν να κινηθούν και προς τις δύο κατευθύνσεις του χρόνου. Οι εξισώσεις πεδίου, οι οποίες διέπουν την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία λειτουργούν εξ’ ίσου σωστά και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Προσδιορίζουν με μαθηματικό λογισμό την κίνηση των κυμάτων, που συγκλίνουν προς ένα σημείο, αντιστρέφοντας τη διεύθυνση, ή μάλλον τη φορά του χρόνου από το μέλλον προς το παρελθόν.

Τα κύματα, τα οποία ταξιδεύουν από το παρελθόν προς το μέλλον, καλούνται «καθυστερημένα», εφ’ όσων φθάνουν αφού έχουν σταλεί ενώ τα κύματα, τα οποία ταξιδεύουν από το μέλλον προς το παρελθόν καλούνται «προχωρημένα» αφού φτάνουν πριν σταλούν! Στις μέρες μας, όλο και πιο πολλοί επιστήμονες ασχολούνται με την ιδέα της υπάρξεως «σημάτων απ’ το μέλλον» αφού το σύνολο των Φυσικών πλέον παραδέχεται, ότι τα προχωρημένα κύματα ισχύουν σαν θεωρητική πιθανότητα.

Εκτός από το ενιαίο μέγεθος του χωροχρόνου, η αίσθησή μας για το χρόνο είναι συνδυασμένη, όπως είδαμε παραπάνω, με προϋπάρχοντα χαρακτηριστικά της φυσιολογίας του εγκεφάλου. Η διέγερση των νευρικών κυττάρων στους υπερχιασματικούς πυρήνες αποτελεί ένα είδος ταλαντωτή, ο οποίος θέτει σε λειτουργία ένα μηχανισμό ταξινόμησης των βιωματικών εμπειριών, που καταγράφονται στον εγκέφαλο βάζοντάς τις εμπειρίες αυτές σε μια γραμμική αλληλουχία, ένα, δύο, τρία, κ.λ.π. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται η εσφαλμένη αίσθηση της κίνησης – η ροή των γεγονότων, παρελθόν, παρόν, μέλλον – μέσα από διαδοχικές καταστάσεις που κατεγράφησαν στο μυαλό.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει σε μια κινηματογραφική ταινία, όπου τα στιγμιότυπα των εμπειριών - οι εικόνες δηλαδή - ενυπάρχουν, ως μια στατική συνέχεια από τετραγωνάκια. Όλα τα τετραγωνάκια συνυπάρχουν εξ' αρχής. Η ψευδαίσθηση της κίνησης δημιουργείται, όταν τα τετραγωνάκια, αφού ταξινομηθούν, κινηθούν μπροστά από τον παρατηρητή ή εάν ο παρατηρητής κινηθεί κατά μήκος των τετραγώνων.

Η παραπάνω εξήγηση της αίσθησης του χρόνου, η οποία, όπως είδαμε, άπτεται της φυσιολογίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, ίσως γίνει καλύτερα κατανοητή με την εξής αναλογία. Εάν θελήσουμε να φανταστούμε το χρόνο τότε η εικόνα, η οποία θα τον αντιπροσωπεύσει θα είναι η εικόνα ενός ρολογιού. Οι κινούμενοι δείκτες του αντιστοιχούν πλήρως στην ιδέα του χρόνου που κυλάει. Παρ’ όλα αυτά, οι δείκτες του ρολογιού διαγράφουν έναν κύκλο μέσα στο χώρο και όχι μια κίνηση μέσα στο χρόνο. Ταυτίζουμε τον κινούμενο δείκτη του ρολογιού με τον κινούμενο δείκτη του χρόνου τελείως συμβατικά επειδή συνειρμικά έχουμε μάθει να συνδυάζουμε τόσο πολύ το ρολόι με το χρόνο, ώστε η αντιστοιχία αυτή να έχει πάρει αξιωματική θέση στο μυαλό μας. Άρα, μέσα στη φυσική κίνηση του δείκτη του ρολογιού, η οποία είναι πραγματική, «μεταμοσχεύσαμε» μια αίσθηση ψυχολογικής ροής του «χρόνου», η οποία είναι ψευδαίσθηση. Αυτή είναι και η αντίληψη, που κυριαρχεί σήμερα στους κόλπους των ερευνητών για τη φυσική υπόσταση του χρόνου και τη σύνδεσή του με συγκεκριμένες βιολογικές παραμέτρους.

Το κυριότερο και συνάμα απλούστερο ίσως βιωματικό επιχείρημα για την υποκειμενική προσέγγιση αλλά και για την ανυπαρξία του χρόνου ως φυσικό μέγεθος είναι, ότι όταν ένας άνθρωπος νιώθει ψυχική ευφορία, ο χρόνος είναι σαν να μην έχει κυλήσει καθόλου γι’ αυτόν ενώ εάν υποφέρει, ο χρόνος κυλάει αργά και βασανιστικά. Τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα φαίνονται αιώνες. Όλοι μας λίγο ή πολύ έχουμε νιώσει αυτές τις εμπειρίες. Το γεγονός μάλιστα αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια έμμεση απόδειξη για την ύπαρξη του λεγόμενου ψυχικού εγκεφάλου, που είδαμε πριν, αφού τα συναισθήματα, ως τμήματα του ψυχικού μας κόσμου, έχουν άμεση συνάφεια με την αίσθηση του χρόνου ακριβώς, όπως η νευροφυσιολογία του ανθρώπινου εγκεφάλου.

Η συνειδητότητα του χρόνου στους ζωντανούς οργανισμούς μπορεί να εξεταστεί σε συνάρτηση με την κοσμική ακτινοβολία, η οποία ίσως παίζει κάποιο ιδιαίτερο ρόλο σε συνδυασμό με το φαινόμενο της γήρανσης των κυττάρων, που αποτελεί πραγματικά χαώδες κεφάλαιο καθώς και έντονο αντικείμενο ερευνητικής δραστηριότητας απ’ την επιστημονική κοινότητα. Ο εκφυλισμός των κυττάρων στους οργανισμούς είναι άμεσα συνυφασμένος με το είδος του οργανισμού καθώς και με τον τρόπο αναπαραγωγής του. Οι ανώτεροι οργανισμοί, των οποίων τα σώματα δομούνται από εκατομμύρια κύτταρα που δημιουργούν ιστούς και όργανα, αναπαράγονται σεξουαλικά και έχουν συνήθως καθορισμένη διάρκεια ζωής. Το γεγονός, ότι κάθε είδος έχει τη δική του χαρακτηριστική διάρκεια ζωής, υποδηλώνει, ότι ο ρυθμός γήρανσης είναι μια γενετικά προκαθορισμένη παράμετρος, η οποία έχει καθοριστεί από την εξέλιξη. Στην αντίθετη περίπτωση, θα έπρεπε όλα τα κύτταρα να γερνούν με τον ίδιο ρυθμό.

Οι φυσικοί ορίζουν την γενικότερη τάση προς την παρακμή, έως και την τελική αποσύνθεση της κοσμικής πραγματικότητας, με τον όρο εντροπία, η οποία υποδηλώνει τον βαθμό αταξίας των μορίων ενός συστήματος. Τόσο στον μικρόκοσμο, όσο και στην δική μας κλίμακα παρατήρησης διαπιστώνεται, ότι όλες οι δομές του φυσικού μας περιβάλλοντος - άρα και τα κύτταρά μας - βαίνουν σε κατάσταση αυξήσεως της εντροπίας τους εάν αφεθούν στην τύχη τους και εκφυλίζονται σε άτακτες καταστάσεις. Οι εγκαταλελειμμένοι κήποι γίνονται ζούγκλες, τα αυτοκίνητα σκουριάζουν και τα ανθρώπινα σώματα γερνούν. Αυτό εκφράζει και ένα από τα πιο θεμελιώδη θεωρήματα της Φυσικής, το δεύτερο Θερμοδυναμικό Αξίωμα.


Είδαμε παραπάνω, ότι το DNA σε κάποια φάση της ζωής του κυττάρου αυτοδιπλασιάζεται, αντιγράφει δηλαδή τον εαυτό του. Αυτή η αντιγραφή σπάνια είναι τέλεια. Καθώς τα γονίδια αντιγράφονται συνεχώς, είναι αναπόφευκτο να υπεισέλθουν λάθη στο γενετικό μήνυμα, τα οποία συχνά έχουν καταστροφικές συνέπειες για τη χημεία του κυττάρου, στο οποίο λαμβάνουν χώρα. Εάν τώρα σ' αυτά τα τυχαία σφάλματα προσθέσουμε και τις μεταλλάξεις, που επιφέρουν η δράση των χημικών ενώσεων καθώς και οι διάφορες ακτινοβολίες, που βομβαρδίζουν τον οργανισμό, οι οποίες και προκαλούν αλλαγή στην ακολουθία των βάσεων στο μόριο του DNA, υπάρχουν θα λέγαμε αρκετά σημαντικοί παράγοντες για να οδηγήσουν στον εκφυλισμό και στην γήρανση των κυττάρων, μέσω της καταστροφής του γενετικού του υλικού.

Έναν...εκ των έσω κίνδυνο, αποτελούν και τα παραπροϊόντα του μεταβολισμού της γλυκόζης, ο οποίος, ως γνωστόν, λαμβάνει χώρα στα κυτταρικά οργανίδια, που ονομάζονται μιτοχόνδρια και έχει σαν σκοπό την τροφοδοσία των κυττάρων του οργανισμού με την απαιτούμενη ενέργεια, ώστε αυτά να επιτελέσουν τις διάφορες λειτουργίες τους. Παράλληλα όμως με την ενέργεια, παράγονται και ανεπιθύμητα προϊόντα, όπως είναι οι λεγόμενες ελεύθερες ρίζες, - αρνητικά φορτισμένα ιόντα - οι οποίες, εν συνεχεία, εισέρχονται στον πυρήνα των κυττάρων και "πέφτουν" πάνω στο DNA του οργανισμού καταστρέφοντάς το. Η στερεοχημεία του μορίου του DNA στο χώρο – διπλή έλικα – επιτρέπει τη διόρθωση ενός μεγάλου μέρους αυτών των σφαλμάτων. Οι διορθωτικές διαδικασίες όμως αποβαίνουν «δαπανηρές» διότι χρησιμοποιούν μια αρκετά υπολογίσιμη ποσότητα από την ενέργεια των κυττάρων.


Οργανισμοί όπως τα βακτήρια, μπορούν εύκολα να «πληρώσουν αυτόν τον λογαριασμό» της ενέργειας αφού αποτελούν απλούς οργανισμούς με μικρό σχετικά αριθμό γονιδίων. Όσο όμως ανεβαίνουμε στην κλίμακα της πολυπλοκότητας των οργανισμών, το κόστος συντήρησης τους είναι ακριβό και η επιβολή διορθωτικών κινήσεων μειώνει την αποδοτικότητα των πλασμάτων αυτών σε άλλους τομείς. Εάν επομένως, οργανισμοί στην κορυφή της εξελικτικής βαθμίδας, όπως ο άνθρωπος δαπανούσαν ενέργεια, ώστε να εφαρμόζουν συνεχώς όλους εκείνους τους διορθωτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι θα εξασφάλιζαν «αθάνατα σώματα» υψηλής ακρίβειας, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την μειωμένη ικανότητα για επιβίωση έναντι άλλων οργανισμών.

Σε αντίθεση λοιπόν με τα χωρίς ηλικία κύτταρα των βακτηρίων – πολλαπλασιάζονται αιωνίως με συνεχείς κυτταροδιαιρέσεις – τα σωματικά κύτταρα των ανώτερων οργανισμών εμφανίζουν μια γενετική «κλεψύδρα», η οποία τα καταδικάζει σε εκφυλισμό, έπειτα από ένα πεπερασμένο και στατιστικά προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, που ίσως είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου πλάσματος. Θα μπορούσαμε κατά συνέπεια να πούμε, ότι σε κάποιο πρώιμο στάδιο της εξέλιξης, «εφευρέθηκε» ο θάνατος, ως ισολογιστικός μηχανισμός για την καλύτερη ανάπτυξη των γονιδίων. Σ’ αυτό το χρονικό στάδιο, οι εξελισσόμενοι οργανισμοί εγκατέλειψαν την αιώνια νεότητα για ένα πιο φθηνό μοντέλο αναπαραγωγής. Αθάνατα γονίδια μέσα σε σώματα μιας χρήσης. Αυτή ήταν η συνταγή της επιτυχίας, η οποία εξασφάλισε την επιβίωση και την διαιώνιση των περισσότερων πλασμάτων του βιολογικού ημερολογίου, μεταξύ των οποίων και τον άνθρωπο.


Η διαρκής έρευνα και το…μέλλον θα μας δείξουν πολλές, αν όχι όλες, από τις κρυμμένες αλήθειες σχετικά με τη φύση του ανθρώπου και του κόσμου. Ίδωμεν!


References


ΤΙΜΑΙΟΣ, ΠΛΑΤΩΝ Εκδ. Ζαχαρόπουλος
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΙΟΥ, Darryl Reanney, (1991) Κωσταράκης
DNA MICROSATELLITE ANALYSIS OF DOLLY. Ashworth D., Bishop M., Campbell K., Griffin H., McWhir J., Wilmut I. (1998). Nature 394:329
CLONING AND NUCLEAR TRANSFER. Griffin H. (1998). Roslin Institute.





1 σχόλιο:

Christine Gala είπε...

Eξαιρετικά ενδιαφέρουσα εργασία κ.Σαρλά. Ιδιαιτέρως το μέρος Β', στο οποίο γίνεται αναφορά για τον χωροχρόνο, μιαν διάσταση πραγματικά απρόσιτη και ασύλληπτη για τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Καθημερινώς καταλήγω στην 2500 χρόνων, αλλά πάντα επίκαιρη, Σωκρατική διδασκαλία...εν οίδα ότι ουδέν οίδα!

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails