Θα ήθελα να λέγαμε κάποια πράγματα για την επιβάρυνση του φυσικού μας περιβάλλοντος και για τους κινδύνους, που δημιουργούνται και ελλοχεύουν από την διαρκώς αυξανόμενη αστικοποίηση. Κινδύνους και επιπτώσεις, όπου εμείς οι άνθρωποι των πόλεων βιώνουμε καθημερινά στο πετσί μας...
Από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος εμφανίστηκε στον πλανήτη μας, παράλληλα με το να παράγει πολιτισμό άρχισε να παράγει και…ρύπους. Θα μπορούσαμε μάλιστα να θεωρήσουμε ότι και τα δύο αυτά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης βαδίζουν χέρι-χέρι μεταξύ τους αφού η ρύπανση αρχίζει με την πρώτη καύση της φωτιάς, με τα αέρια που εκπέμπονται και με την τέφρα που κατακάθεται. Και αφού αυτό το αθώο τότε περιβαλλοντικά ον, του οποίου το μόνο μέλημα ήταν το πώς θα επιβιώσει στις συνθήκες που επικρατούσαν στη γη, είχε ήδη αρχίσει να ρυπαίνει το περιβάλλον, σκεφθείτε τί ποσοστό επιβάρυνσης για το φυσικό μας περιβάλλον είχε αρχίσει να προκαλείται από τη Βιομηχανική Επανάσταση και έπειτα...
Ταυτόχρονα, η καλύτερη διατροφή, το καθαρότερο νερό αλλά και η βελτιωμένη δημόσια υγεία, επέφεραν το 19ο αιώνα μια αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική, σε περιοχές δηλαδή που γνώρισαν την εκβιομηχάνιση και την οικονομική ανάπτυξη, η οποία αυτή επέφερε. Η αύξηση όμως του πληθυσμού καθώς και του βιοτικού επιπέδου, επιφέρει και τάση για κατανάλωση ενέργειας. Κατανάλωση ενέργειας προκαλεί ρύπανση. Ωστόσο, οι πληθυσμοί σ’ αυτές τις περιοχές έχουν πλέον σταθεροποιηθεί.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αύξηση του μέσου όρου ζωής ενέτεινε περαιτέρω την περιβαλλοντική επιβάρυνση. Σήμερα, η τρέχουσα αύξηση του πληθυσμού παρατηρείται κυρίως σε πρόσφατα εκβιομηχανισμένες χώρες, όπως είναι η Λατινική Αμερική και η Αφρική. Ένας άλλος λόγος γι’ αυτό, αποτελεί το γεγονός, ότι τα συστήματα ασφάλισης και η κοινωνική πρόνοια στα κράτη του λεγόμενου «τρίτου κόσμου» είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Κατά συνέπεια, η στήριξη και η εξασφάλιση αυτών των ανθρώπων έγκειται στα παιδιά τους. Είναι η επένδυση τους για το μέλλον...
Παράλληλα με τη μαζική αύξηση του πληθυσμού, κατά τις τελευταίες δεκαετίες διαμορφώθηκε μια σημαντική στροφή των κατοίκων από τις αγροτικές περιοχές στα μεγάλα αστικά κέντρα. «Όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί ξεκινάνε από τις πόλεις και ο άνθρωπος της ιστορίας πορεύεται σταθερά σαν κατασκευαστής πόλεων», έγραφε στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Γερμανός φιλόσοφος Όσβαλντ Σπένγκλερ, ο οποίος εθαύμαζε τον Πλάτωνα. Στις μέρες μας, ο άνθρωπος παραμένει κατασκευαστής πόλεων και σε συντριπτικό ποσοστό, κάτοικος τους αλλά ο τρόπος με τον οποίο κτίζει και διαχειρίζεται τα νέα μοντέλα της κοινωνικής και παραγωγικής ζωής του τις τελευταίες δεκαετίες, παραπέμπει όχι στο να πορεύεται αλλά μάλλον να…παραπατάει από τη μέθη που του έχει προκαλέσει η απληστία του κέρδους και η συσσώρευση υλικών αγαθών.
Το 1950, υπήρχαν περίπου 750 εκατομ. άνθρωποι παγκοσμίως, που κατοικούσαν στις πόλεις και αντιπροσώπευαν μόλις το 25% του συνολικού πληθυσμού της γης. Οι επιστήμονες υπολογίζουν, ότι ως το 2025 το ποσοστό των κατοίκων των πόλεων θα έχει ξεπεράσει το 60% σ’ όλο τον κόσμο ενώ κατά τρόπο ευθέως ανάλογο προς την αύξηση του πληθυσμού, αυξάνεται και η επιφάνεια που καταλαμβάνουν οι οικισμοί. Το κτισμένο έδαφος επεκτείνεται διαρκώς, με ρυθμό περίπου 3% τον χρόνο.
Και όσο τα αστικά κέντρα διογκώνονται, τόσο οι απαιτήσεις τους σε φυσικούς πόρους, τεχνικές υποδομές και τεχνολογικό εξοπλισμό μεγαλώνουν. Για να ζήσουν και να λειτουργήσουν, χρειάζονται τροφή και νερό για τους κατοίκους τους, ενέργεια, καύσιμα και μέταλλα για τις παραγωγικές και αστικές λειτουργίες και πρώτες ύλες για τις βιομηχανικές και κατασκευαστικές δραστηριότητες. Καθώς όμως οι πόλεις λειτουργούν, εξάγουν στον ευρύτερο χώρο ένα τρομακτικό όγκο αέριων, στερεών και υγρών αποβλήτων. Οι «εκροές» αυτές δεν επιστρέφουν στην πόλη ως εισροές, όπως συμβαίνει με τα φυσικά οικοσυστήματα, αλλά αποβάλλονται στην ατμόσφαιρα, στο νερό και στο έδαφος, όπου κατά κάποιο τρόπο «αποθηκεύονται», επηρεάζοντας το περιβάλλον τεράστιων εκτάσεων, συμβάλλοντας στην αύξηση της μόλυνσης.
Από την άλλη μεριά, η ολοένα και εντονότερη εκμετάλλευση των γήινων πόρων έχει επιφέρει αλυσιδωτές συνέπειες στο φυσικό περιβάλλον του πλανήτη μας. Για παράδειγμα, όλες οι εύκολα καλλιεργήσιμες εκτάσεις – περίπου το 11% της ελεύθερης από πάγο γης – έχουν ήδη αποδοθεί στην καλλιέργεια τροφίμων ή σε άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Η εκχέρσωση της γης με σκοπό την καλλιέργεια φυτών ή την εκτροφή βοοειδών συνήθως περιλαμβάνει την κοπή και την καύση παρθένων φυσικών δασών, δηλαδή την αποδάσωση.
Υπολογίζεται, ότι πριν την εμφάνιση της γεωργίας – δέκα χιλιάδες χρόνια πριν – τα δέντρα κάλυπταν τη μισή επιφάνεια της γης. Από αυτά τα αρχικά δάση, μόλις το ένα τέταρτο παραμένει σήμερα ανέπαφο. Και βεβαίως, η αποδάσωση προκαλεί με τη σειρά της μια νέα αλληλουχία δυσμενών οικολογικών επιπτώσεων, όπως είναι η μείωση της ατμοσφαιρικής υγρασίας, αφού τα δάση απελευθερώνουν πολύ μεγάλους όγκους υδρατμών στην ατμόσφαιρα που σχηματίζουν νέφη και πέφτουν ως βροχή. Συνέπεια αυτού; Φαινόμενα ξηρασίας ή ακόμη και λειψυδρίας.
Εκτός από τη μείωση της ατμοσφαιρικής υγρασίας, η απουσία των δασών εμποδίζει το νερό της βροχής να συγκρατηθεί στο έδαφος και να διεισδύσει στο χώμα, ούτως ώστε να ανανεωθούν τα υπόγεια αποθέματα ύδατος με πιθανό επακόλουθο ξανά την εμφάνιση λειψυδρίας. Και καθώς το έδαφος είναι απογυμνωμένο, αυξάνεται η επιφανειακή ροή του νερού της βροχής, η οποία τείνει να αποπλένει το χώμα, που σιγά σιγά χάνεται, με αποτέλεσμα να προκαλείται διάβρωση του εδάφους. Το νερό όμως συνεχίζει να κυλά ορμητικά πάνω στην επιφάνεια προκαλώντας καθιζήσεις και πλημμύρες, επιφέροντας δυσμενείς επιπτώσεις στην πανίδα και την χλωρίδα της περιοχής, οι οποίες απειλούνται.
Τέλος, γνωρίζουμε, ότι όταν τα δέντρα κόβονται, καίγονται ή αφήνονται να σαπίσουν, ο άνθρακας τους απελευθερώνεται ως διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Περίπου 2 δισεκ. τόννοι ετησίως του αερίου αυτού εκλύονται κάθε χρόνο με αυτή τη διαδικασία. Η απώλεια αυτή των δασών, σημαίνει επίσης απώλεια των σημαντικότερων καταναλωτών του διοξειδίου του άνθρακα μέσω της διαδικασίας της φωτοσύνθεσης, με αποτέλεσμα την παραμονή λιγότερου διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Η αύξηση του αερίου αυτού στα ατμοσφαιρικά στρώματα θεωρείται, από πολλούς επιστήμονες, ένας από τους βασικούς παράγοντες της εμφάνισης του φαινομένου του θερμοκηπίου, το οποίο συνδέεται με την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας και των κλιματικών αλλαγών.
Είδαμε λοιπόν τί είδους αλυσιδωτές αντιδράσεις μπορεί να προκαλέσει στα φυσικά οικοσυστήματα μόνο ένας παράγοντας της ανθρωπογενούς δραστηριότητας και της αστικοποίησης, η αποδάσωση. Βεβαίως, η δίψα του ανθρώπου για ανάπτυξη δεν σταματά εδώ. Τα αποθέματα σε ψάρια ακόμα και μέσα στη Μεσόγειο θάλασσα, σύμφωνα με έρευνες, μειώνονται λόγω της υπεραλίευσης. Όλα τα εύκολα προσβάσιμα αποθέματα πετρελαίου, γαιάνθρακα και φυσικού αερίου είναι ήδη υπό εκμετάλλευση ή έχουν εξαντληθεί. Η καύση αυτών των ορυκτών καυσίμων παρέχει την ενέργεια, η οποία είναι απαραίτητη για τη λειτουργία και την οργάνωση του αστικού περιβάλλοντος, ταυτόχρονα όμως εκλύει προϊόντα, όπως είναι για παράδειγμα το διοξείδιο του άνθρακα ή το διοξείδιο του θείου, τα οποία προκαλούν βλαπτικές επιδράσεις στην ατμόσφαιρα, δημιουργώντας φαινόμενα, όπως αυτό του θερμοκηπίου, την όξινη βροχή και την μείωση του ατμοσφαιρικού όζοντος. Τα παραπάνω φαινόμενα έχουν επιπτώσεις είτε μακροπρόθεσμες είτε ακόμα και βραχυπρόθεσμες, στην υγεία αλλά και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων.
Παράλληλα με τους παραπάνω παράγοντες αστικοποίησης, η συστηματική καταστροφή της φύσης, δύναται να προκαλέσει και σημαντικές κοινωνικές διαταραχές. Σαν παράδειγμα, θα αναφέρω την λεηλασία, που λαμβάνει χώρα στα φυσικά οικοσυστήματα του Αμαζονίου εδώ και πολλά χρόνια. Πριν την καταστροφή των φυσικών πόρων για την υποτιθέμενη καλλιέργεια του εδάφους, οι οικογένειες των ιθαγενών ζούσαν εκεί και επεβίωναν με τους καρπούς των δέντρων και τα αλιεύματα του ποταμού. Η ανθρωπογενής όμως παρέμβαση τους οδήγησε στο να εκδιωχθούν απ’ τον φυσικό τους χώρο, με αποτέλεσμα να μετοικήσουν στις πόλεις, όπου άρχισαν να ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες.
Η ανεργία ανάγκασε πολλούς απ’ αυτούς να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο υπάρχουν σήμερα στην Βραζιλία περίπου 15 εκατομ. εγκαταλελειμμένα παιδιά, τα οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων οδηγούνται στην παρανομία. Αρκετά απ’ αυτά σκοτώνονται από μπράβους μαγαζιών για να μην κλέβουν, όπως έκανε παλιά στην χώρα μας ο μπόγιας για τα αδέσποτα σκυλιά...Κάποια άλλα, ενδέχεται να καταλήξουν στην παιδική πορνεία ή τραγικότερα, σε εμπόριο οργάνων για μεταμοσχεύσεις. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, ποιά είναι τα πιο άτυχα...
Αυτή ακριβώς η οικονομική εξαθλίωση, η οποία προκαλεί και εξαθλίωση στην ανθρώπινη υπόσταση, είναι υπεύθυνη για τα αλυσιδωτά φαινόμενα των μεταναστεύσεων από τις αναπτυσσόμενες χώρες, τα οποία έχει γνωρίσει για τα καλά η χώρα μας τα τελευταία 20 χρόνια...
Και από τη στιγμή, που υφίσταται οικονομική ένδεια, αυτή αυξάνει ακόμη περισσότερο τις βλαπτικές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον. Το γεγονός αυτό, αποτελεί βιωματικό κανόνα και πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητός. Η φτώχεια ισοδυναμεί με περιβαλλοντική επιβάρυνση. Είτε επειδή οι έχοντες και κατέχοντες φεύγουν μακριά από τις ρυπογόνες περιοχές – όπως είναι τα Λιόσια για παράδειγμα, για να θυμηθούμε την Ελληνική πραγματικότητα – είτε διότι η φτώχεια αυτή καθ’ αυτή προκαλεί την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Το τελευταίο, παρατηρείται τόσο σε ατομικό επίπεδο επιβίωσης, όπου ένας φτωχός Ινδός θα κόψει ένα δέντρο για να μαγειρέψει και να ζεσταθεί όσο και σε εθνικό επίπεδο ασθενών οικονομικά κρατών, τα οποία θα προτιμήσουν να δαπανήσουν χρήματα για να κατασκευάσουν ένα νοσοκομείο για παράδειγμα, παρά να τοποθετήσουν φίλτρα σε κάποια εργοστάσια.
Σε 30 χρόνια, ο πληθυσμός της γης θα αυξηθεί αλματωδώς και θα προσεγγίσει τιμές, που σήμερα ίσως να μην μπορούμε καν να φανταστούμε. Το γεγονός αυτό, θα δημιουργήσει με την σειρά του νέες αυξημένες ανάγκες για τροφή και συντήρηση με αποτέλεσμα η παραγωγή να επιφέρει μια εκ νέου αύξηση της βιομηχανίας και άρα την αύξηση των ρύπων. Αυτός ο «αστικός κύκλος» (δική μου ορολογία, κατά το...αρκτικός κύκλος!) που είδαμε πριν, έχει υποθηκεύσει το μέλλον του πλανήτη, τείνοντας να λάβει ανυπολόγιστες καταστροφικές συνέπειες και επιπτώσεις στο ανθρώπινο είδος εάν δεν αντιδράσουμε όλοι σήμερα. Δηλαδή χθες...
Η προστασία του πλανήτη μας αποτελεί μια κοινή συνισταμένη πολλών παραγόντων και επιτυγχάνεται με τον όρο, ο οποίος τείνει να κυριαρχήσει στην εποχή μας ως «αειφορία». Αν και προέρχεται από το πανάρχαιο αεί+φέρω, ετέθη για πρώτη φορά το 1987 από την Έκθεση του Παγκόσμιου Συμβουλίου για το Περιβάλλον και ορίζει «την ανάπτυξη, η οποία ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους». Με άλλα λόγια, η «αειφόρος ανάπτυξη» δεν έχει να κάνει μόνο με θέματα περιβάλλοντος αλλά είναι ένα είδος «ανθρώπινης φυσικής επιλογής», ένας εναλλακτικός τρόπος ζωής, που συνδυάζει την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος με την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη και επιδιώκει την επιστροφή του ανθρώπου στο περιβάλλον που τον δημιούργησε.
«Αειφορία και βιώσιμη ανάπτυξη είναι η βελτίωση της ποιότητας της ζωής μέσα στα πλαίσια της φέρουσας ικανότητας των υποστηρικτικών οικοσυστημάτων» (IUCN, UNEP and WWF, 1991). Όλα τα στοιχεία που συνθέτουν ένα ζωντανό, φυσικό οικοσύστημα, βρίσκονται σε δυναμική ισορροπία μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το σύστημα να διατηρεί την κατάστασή του σταθερή. Κάθε φορά που εκτρέπεται από την ισορροπία χωρίς να ξεφύγει από κάποια όρια, δημιουργούνται διορθωτικοί μηχανισμοί , οι οποίοι το επαναφέρουν στην πρότερη κατάστασή του. Κατά απόλυτα ανάλογο τρόπο, η κύρια λειτουργική ιδιότητα του ζωντανού κυττάρου είναι να διατηρεί σταθερό το εσωτερικό του περιβάλλον, φαινόμενο που ονομάζεται ομοιόσταση. Και όπως τα δισεκατομ. ζωντανά κύτταρα σχηματίζουν ιστούς και δομούν το ανθρώπινο σώμα, κατ’ ανάλογο τρόπο το σύνολο των πολλών και διαφορετικών οικοσυστημάτων συναποτελούν τον πλανήτη Γη, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί και ως ένα ενιαίο και αυθύπαρκτο οικοσύστημα.
Αποτελεί λοιπόν επιτακτική ανάγκη να υιοθετήσουμε ως στάση ζωής την επιστροφή του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον. Να υιοθετήσουμε την εφαρμογή μιας περιβαλλοντικής πολιτικής, η οποία με την συμβολή και αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών θα προωθήσει την φιλοσοφία επαναχρησιμοποίησης υλικών, διαφυλάττωντας τις φυσικές πρώτες ύλες του πλανήτη αλλά και την χρήση ηπίων, εναλλακτικών μορφών ενέργειας, (ηλιακή, αιολική, γεωθερμική) οι οποίες είναι οι πρώτες μορφές ενέργειας, που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος και είναι ανεξάντλητες, οικονομικές και φιλικές προς το περιβάλλον. Να υιοθετήσουμε μια τέτοια πολιτική πρακτική, η οποία θα διευκολύνει την ενημέρωση του πολίτη και την πρόσβασή του σε πηγές πληροφόρησης, που σχετίζονται με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και η οποία θα προάγει την ενεργό συμμετοχή του σε μείζονος σημασίας Περιβαλλοντικά θέματα. Το γεγονός αυτό αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας και θα συμβάλει στο χτίσιμο της εμπιστοσύνης μεταξύ του πολίτη και των Δημοσίων Αρχών.
Μα πιο σημαντικό, αποτελεί επιτακτική ανάγκη να υιοθετήσουμε περιβαλλοντική ευαισθησία. Εάν δεν την διαθέτουμε... Καθώς και ευήκοα ώτα. Για να ακούσουμε τις φωνές μέσα μας. Οι οποίες μας λένε, πως δεν μας ανήκει τίποτε απ’ αυτή τη φυσική ομορφιά, που μας περιβάλλει. Μας λένε, ότι έχουμε έρθει εδώ για να δημιουργήσουμε, περνώντας σε ένα ανώτερο επίπεδο και όχι για να καταστρέψουμε. Μας λένε τέλος, ότι άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Αναπόσπαστα τμήματα ενός...χυλού ενέργειας, ο οποίος περικλύει ολόκληρο το Συμπαντικό δημιούργημα. Την Συμπαντική ομορφιά...Βλάπτοντας τη φύση, κάνουμε κακό στον ίδιο τον εαυτό μας. Για την ακρίβεια, βλάπτουμε μόνο τον εαυτό μας αφού η φύση διαθέτει εκείνες τις ασφαλιστικές δικλείδες και τους μηχανισμούς αυτοίασης, που θα της εξασφαλίσουν συντήρηση και...μακροημέρευση, σύμφωνα με τους νόμους τους Σύμπαντος.
Το πρόβλημα λοιπόν το έχουμε εμείς. Κι αν δεν αλλάξουμε μυαλά, η εξαφάνισή μας είναι μαθηματικώς βεβαία. Και η αντικατάστασή μας. Από...άλλους. Από όντα, τα οποία θα σέβονται αυτόν τον παράδεισο και θα τιμούν αυτούς, που τους τον έδωσαν...
Ταυτόχρονα, η καλύτερη διατροφή, το καθαρότερο νερό αλλά και η βελτιωμένη δημόσια υγεία, επέφεραν το 19ο αιώνα μια αλματώδη αύξηση του πληθυσμού, στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική, σε περιοχές δηλαδή που γνώρισαν την εκβιομηχάνιση και την οικονομική ανάπτυξη, η οποία αυτή επέφερε. Η αύξηση όμως του πληθυσμού καθώς και του βιοτικού επιπέδου, επιφέρει και τάση για κατανάλωση ενέργειας. Κατανάλωση ενέργειας προκαλεί ρύπανση. Ωστόσο, οι πληθυσμοί σ’ αυτές τις περιοχές έχουν πλέον σταθεροποιηθεί.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αύξηση του μέσου όρου ζωής ενέτεινε περαιτέρω την περιβαλλοντική επιβάρυνση. Σήμερα, η τρέχουσα αύξηση του πληθυσμού παρατηρείται κυρίως σε πρόσφατα εκβιομηχανισμένες χώρες, όπως είναι η Λατινική Αμερική και η Αφρική. Ένας άλλος λόγος γι’ αυτό, αποτελεί το γεγονός, ότι τα συστήματα ασφάλισης και η κοινωνική πρόνοια στα κράτη του λεγόμενου «τρίτου κόσμου» είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Κατά συνέπεια, η στήριξη και η εξασφάλιση αυτών των ανθρώπων έγκειται στα παιδιά τους. Είναι η επένδυση τους για το μέλλον...
Παράλληλα με τη μαζική αύξηση του πληθυσμού, κατά τις τελευταίες δεκαετίες διαμορφώθηκε μια σημαντική στροφή των κατοίκων από τις αγροτικές περιοχές στα μεγάλα αστικά κέντρα. «Όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί ξεκινάνε από τις πόλεις και ο άνθρωπος της ιστορίας πορεύεται σταθερά σαν κατασκευαστής πόλεων», έγραφε στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Γερμανός φιλόσοφος Όσβαλντ Σπένγκλερ, ο οποίος εθαύμαζε τον Πλάτωνα. Στις μέρες μας, ο άνθρωπος παραμένει κατασκευαστής πόλεων και σε συντριπτικό ποσοστό, κάτοικος τους αλλά ο τρόπος με τον οποίο κτίζει και διαχειρίζεται τα νέα μοντέλα της κοινωνικής και παραγωγικής ζωής του τις τελευταίες δεκαετίες, παραπέμπει όχι στο να πορεύεται αλλά μάλλον να…παραπατάει από τη μέθη που του έχει προκαλέσει η απληστία του κέρδους και η συσσώρευση υλικών αγαθών.
Το 1950, υπήρχαν περίπου 750 εκατομ. άνθρωποι παγκοσμίως, που κατοικούσαν στις πόλεις και αντιπροσώπευαν μόλις το 25% του συνολικού πληθυσμού της γης. Οι επιστήμονες υπολογίζουν, ότι ως το 2025 το ποσοστό των κατοίκων των πόλεων θα έχει ξεπεράσει το 60% σ’ όλο τον κόσμο ενώ κατά τρόπο ευθέως ανάλογο προς την αύξηση του πληθυσμού, αυξάνεται και η επιφάνεια που καταλαμβάνουν οι οικισμοί. Το κτισμένο έδαφος επεκτείνεται διαρκώς, με ρυθμό περίπου 3% τον χρόνο.
Και όσο τα αστικά κέντρα διογκώνονται, τόσο οι απαιτήσεις τους σε φυσικούς πόρους, τεχνικές υποδομές και τεχνολογικό εξοπλισμό μεγαλώνουν. Για να ζήσουν και να λειτουργήσουν, χρειάζονται τροφή και νερό για τους κατοίκους τους, ενέργεια, καύσιμα και μέταλλα για τις παραγωγικές και αστικές λειτουργίες και πρώτες ύλες για τις βιομηχανικές και κατασκευαστικές δραστηριότητες. Καθώς όμως οι πόλεις λειτουργούν, εξάγουν στον ευρύτερο χώρο ένα τρομακτικό όγκο αέριων, στερεών και υγρών αποβλήτων. Οι «εκροές» αυτές δεν επιστρέφουν στην πόλη ως εισροές, όπως συμβαίνει με τα φυσικά οικοσυστήματα, αλλά αποβάλλονται στην ατμόσφαιρα, στο νερό και στο έδαφος, όπου κατά κάποιο τρόπο «αποθηκεύονται», επηρεάζοντας το περιβάλλον τεράστιων εκτάσεων, συμβάλλοντας στην αύξηση της μόλυνσης.
Από την άλλη μεριά, η ολοένα και εντονότερη εκμετάλλευση των γήινων πόρων έχει επιφέρει αλυσιδωτές συνέπειες στο φυσικό περιβάλλον του πλανήτη μας. Για παράδειγμα, όλες οι εύκολα καλλιεργήσιμες εκτάσεις – περίπου το 11% της ελεύθερης από πάγο γης – έχουν ήδη αποδοθεί στην καλλιέργεια τροφίμων ή σε άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Η εκχέρσωση της γης με σκοπό την καλλιέργεια φυτών ή την εκτροφή βοοειδών συνήθως περιλαμβάνει την κοπή και την καύση παρθένων φυσικών δασών, δηλαδή την αποδάσωση.
Υπολογίζεται, ότι πριν την εμφάνιση της γεωργίας – δέκα χιλιάδες χρόνια πριν – τα δέντρα κάλυπταν τη μισή επιφάνεια της γης. Από αυτά τα αρχικά δάση, μόλις το ένα τέταρτο παραμένει σήμερα ανέπαφο. Και βεβαίως, η αποδάσωση προκαλεί με τη σειρά της μια νέα αλληλουχία δυσμενών οικολογικών επιπτώσεων, όπως είναι η μείωση της ατμοσφαιρικής υγρασίας, αφού τα δάση απελευθερώνουν πολύ μεγάλους όγκους υδρατμών στην ατμόσφαιρα που σχηματίζουν νέφη και πέφτουν ως βροχή. Συνέπεια αυτού; Φαινόμενα ξηρασίας ή ακόμη και λειψυδρίας.
Εκτός από τη μείωση της ατμοσφαιρικής υγρασίας, η απουσία των δασών εμποδίζει το νερό της βροχής να συγκρατηθεί στο έδαφος και να διεισδύσει στο χώμα, ούτως ώστε να ανανεωθούν τα υπόγεια αποθέματα ύδατος με πιθανό επακόλουθο ξανά την εμφάνιση λειψυδρίας. Και καθώς το έδαφος είναι απογυμνωμένο, αυξάνεται η επιφανειακή ροή του νερού της βροχής, η οποία τείνει να αποπλένει το χώμα, που σιγά σιγά χάνεται, με αποτέλεσμα να προκαλείται διάβρωση του εδάφους. Το νερό όμως συνεχίζει να κυλά ορμητικά πάνω στην επιφάνεια προκαλώντας καθιζήσεις και πλημμύρες, επιφέροντας δυσμενείς επιπτώσεις στην πανίδα και την χλωρίδα της περιοχής, οι οποίες απειλούνται.
Τέλος, γνωρίζουμε, ότι όταν τα δέντρα κόβονται, καίγονται ή αφήνονται να σαπίσουν, ο άνθρακας τους απελευθερώνεται ως διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Περίπου 2 δισεκ. τόννοι ετησίως του αερίου αυτού εκλύονται κάθε χρόνο με αυτή τη διαδικασία. Η απώλεια αυτή των δασών, σημαίνει επίσης απώλεια των σημαντικότερων καταναλωτών του διοξειδίου του άνθρακα μέσω της διαδικασίας της φωτοσύνθεσης, με αποτέλεσμα την παραμονή λιγότερου διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Η αύξηση του αερίου αυτού στα ατμοσφαιρικά στρώματα θεωρείται, από πολλούς επιστήμονες, ένας από τους βασικούς παράγοντες της εμφάνισης του φαινομένου του θερμοκηπίου, το οποίο συνδέεται με την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας και των κλιματικών αλλαγών.
Είδαμε λοιπόν τί είδους αλυσιδωτές αντιδράσεις μπορεί να προκαλέσει στα φυσικά οικοσυστήματα μόνο ένας παράγοντας της ανθρωπογενούς δραστηριότητας και της αστικοποίησης, η αποδάσωση. Βεβαίως, η δίψα του ανθρώπου για ανάπτυξη δεν σταματά εδώ. Τα αποθέματα σε ψάρια ακόμα και μέσα στη Μεσόγειο θάλασσα, σύμφωνα με έρευνες, μειώνονται λόγω της υπεραλίευσης. Όλα τα εύκολα προσβάσιμα αποθέματα πετρελαίου, γαιάνθρακα και φυσικού αερίου είναι ήδη υπό εκμετάλλευση ή έχουν εξαντληθεί. Η καύση αυτών των ορυκτών καυσίμων παρέχει την ενέργεια, η οποία είναι απαραίτητη για τη λειτουργία και την οργάνωση του αστικού περιβάλλοντος, ταυτόχρονα όμως εκλύει προϊόντα, όπως είναι για παράδειγμα το διοξείδιο του άνθρακα ή το διοξείδιο του θείου, τα οποία προκαλούν βλαπτικές επιδράσεις στην ατμόσφαιρα, δημιουργώντας φαινόμενα, όπως αυτό του θερμοκηπίου, την όξινη βροχή και την μείωση του ατμοσφαιρικού όζοντος. Τα παραπάνω φαινόμενα έχουν επιπτώσεις είτε μακροπρόθεσμες είτε ακόμα και βραχυπρόθεσμες, στην υγεία αλλά και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων.
Παράλληλα με τους παραπάνω παράγοντες αστικοποίησης, η συστηματική καταστροφή της φύσης, δύναται να προκαλέσει και σημαντικές κοινωνικές διαταραχές. Σαν παράδειγμα, θα αναφέρω την λεηλασία, που λαμβάνει χώρα στα φυσικά οικοσυστήματα του Αμαζονίου εδώ και πολλά χρόνια. Πριν την καταστροφή των φυσικών πόρων για την υποτιθέμενη καλλιέργεια του εδάφους, οι οικογένειες των ιθαγενών ζούσαν εκεί και επεβίωναν με τους καρπούς των δέντρων και τα αλιεύματα του ποταμού. Η ανθρωπογενής όμως παρέμβαση τους οδήγησε στο να εκδιωχθούν απ’ τον φυσικό τους χώρο, με αποτέλεσμα να μετοικήσουν στις πόλεις, όπου άρχισαν να ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες.
Η ανεργία ανάγκασε πολλούς απ’ αυτούς να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο υπάρχουν σήμερα στην Βραζιλία περίπου 15 εκατομ. εγκαταλελειμμένα παιδιά, τα οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων οδηγούνται στην παρανομία. Αρκετά απ’ αυτά σκοτώνονται από μπράβους μαγαζιών για να μην κλέβουν, όπως έκανε παλιά στην χώρα μας ο μπόγιας για τα αδέσποτα σκυλιά...Κάποια άλλα, ενδέχεται να καταλήξουν στην παιδική πορνεία ή τραγικότερα, σε εμπόριο οργάνων για μεταμοσχεύσεις. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά, ποιά είναι τα πιο άτυχα...
Αυτή ακριβώς η οικονομική εξαθλίωση, η οποία προκαλεί και εξαθλίωση στην ανθρώπινη υπόσταση, είναι υπεύθυνη για τα αλυσιδωτά φαινόμενα των μεταναστεύσεων από τις αναπτυσσόμενες χώρες, τα οποία έχει γνωρίσει για τα καλά η χώρα μας τα τελευταία 20 χρόνια...
Και από τη στιγμή, που υφίσταται οικονομική ένδεια, αυτή αυξάνει ακόμη περισσότερο τις βλαπτικές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον. Το γεγονός αυτό, αποτελεί βιωματικό κανόνα και πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητός. Η φτώχεια ισοδυναμεί με περιβαλλοντική επιβάρυνση. Είτε επειδή οι έχοντες και κατέχοντες φεύγουν μακριά από τις ρυπογόνες περιοχές – όπως είναι τα Λιόσια για παράδειγμα, για να θυμηθούμε την Ελληνική πραγματικότητα – είτε διότι η φτώχεια αυτή καθ’ αυτή προκαλεί την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Το τελευταίο, παρατηρείται τόσο σε ατομικό επίπεδο επιβίωσης, όπου ένας φτωχός Ινδός θα κόψει ένα δέντρο για να μαγειρέψει και να ζεσταθεί όσο και σε εθνικό επίπεδο ασθενών οικονομικά κρατών, τα οποία θα προτιμήσουν να δαπανήσουν χρήματα για να κατασκευάσουν ένα νοσοκομείο για παράδειγμα, παρά να τοποθετήσουν φίλτρα σε κάποια εργοστάσια.
Σε 30 χρόνια, ο πληθυσμός της γης θα αυξηθεί αλματωδώς και θα προσεγγίσει τιμές, που σήμερα ίσως να μην μπορούμε καν να φανταστούμε. Το γεγονός αυτό, θα δημιουργήσει με την σειρά του νέες αυξημένες ανάγκες για τροφή και συντήρηση με αποτέλεσμα η παραγωγή να επιφέρει μια εκ νέου αύξηση της βιομηχανίας και άρα την αύξηση των ρύπων. Αυτός ο «αστικός κύκλος» (δική μου ορολογία, κατά το...αρκτικός κύκλος!) που είδαμε πριν, έχει υποθηκεύσει το μέλλον του πλανήτη, τείνοντας να λάβει ανυπολόγιστες καταστροφικές συνέπειες και επιπτώσεις στο ανθρώπινο είδος εάν δεν αντιδράσουμε όλοι σήμερα. Δηλαδή χθες...
Η προστασία του πλανήτη μας αποτελεί μια κοινή συνισταμένη πολλών παραγόντων και επιτυγχάνεται με τον όρο, ο οποίος τείνει να κυριαρχήσει στην εποχή μας ως «αειφορία». Αν και προέρχεται από το πανάρχαιο αεί+φέρω, ετέθη για πρώτη φορά το 1987 από την Έκθεση του Παγκόσμιου Συμβουλίου για το Περιβάλλον και ορίζει «την ανάπτυξη, η οποία ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους». Με άλλα λόγια, η «αειφόρος ανάπτυξη» δεν έχει να κάνει μόνο με θέματα περιβάλλοντος αλλά είναι ένα είδος «ανθρώπινης φυσικής επιλογής», ένας εναλλακτικός τρόπος ζωής, που συνδυάζει την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος με την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη και επιδιώκει την επιστροφή του ανθρώπου στο περιβάλλον που τον δημιούργησε.
«Αειφορία και βιώσιμη ανάπτυξη είναι η βελτίωση της ποιότητας της ζωής μέσα στα πλαίσια της φέρουσας ικανότητας των υποστηρικτικών οικοσυστημάτων» (IUCN, UNEP and WWF, 1991). Όλα τα στοιχεία που συνθέτουν ένα ζωντανό, φυσικό οικοσύστημα, βρίσκονται σε δυναμική ισορροπία μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το σύστημα να διατηρεί την κατάστασή του σταθερή. Κάθε φορά που εκτρέπεται από την ισορροπία χωρίς να ξεφύγει από κάποια όρια, δημιουργούνται διορθωτικοί μηχανισμοί , οι οποίοι το επαναφέρουν στην πρότερη κατάστασή του. Κατά απόλυτα ανάλογο τρόπο, η κύρια λειτουργική ιδιότητα του ζωντανού κυττάρου είναι να διατηρεί σταθερό το εσωτερικό του περιβάλλον, φαινόμενο που ονομάζεται ομοιόσταση. Και όπως τα δισεκατομ. ζωντανά κύτταρα σχηματίζουν ιστούς και δομούν το ανθρώπινο σώμα, κατ’ ανάλογο τρόπο το σύνολο των πολλών και διαφορετικών οικοσυστημάτων συναποτελούν τον πλανήτη Γη, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί και ως ένα ενιαίο και αυθύπαρκτο οικοσύστημα.
Αποτελεί λοιπόν επιτακτική ανάγκη να υιοθετήσουμε ως στάση ζωής την επιστροφή του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον. Να υιοθετήσουμε την εφαρμογή μιας περιβαλλοντικής πολιτικής, η οποία με την συμβολή και αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών θα προωθήσει την φιλοσοφία επαναχρησιμοποίησης υλικών, διαφυλάττωντας τις φυσικές πρώτες ύλες του πλανήτη αλλά και την χρήση ηπίων, εναλλακτικών μορφών ενέργειας, (ηλιακή, αιολική, γεωθερμική) οι οποίες είναι οι πρώτες μορφές ενέργειας, που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος και είναι ανεξάντλητες, οικονομικές και φιλικές προς το περιβάλλον. Να υιοθετήσουμε μια τέτοια πολιτική πρακτική, η οποία θα διευκολύνει την ενημέρωση του πολίτη και την πρόσβασή του σε πηγές πληροφόρησης, που σχετίζονται με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και η οποία θα προάγει την ενεργό συμμετοχή του σε μείζονος σημασίας Περιβαλλοντικά θέματα. Το γεγονός αυτό αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας και θα συμβάλει στο χτίσιμο της εμπιστοσύνης μεταξύ του πολίτη και των Δημοσίων Αρχών.
Μα πιο σημαντικό, αποτελεί επιτακτική ανάγκη να υιοθετήσουμε περιβαλλοντική ευαισθησία. Εάν δεν την διαθέτουμε... Καθώς και ευήκοα ώτα. Για να ακούσουμε τις φωνές μέσα μας. Οι οποίες μας λένε, πως δεν μας ανήκει τίποτε απ’ αυτή τη φυσική ομορφιά, που μας περιβάλλει. Μας λένε, ότι έχουμε έρθει εδώ για να δημιουργήσουμε, περνώντας σε ένα ανώτερο επίπεδο και όχι για να καταστρέψουμε. Μας λένε τέλος, ότι άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Αναπόσπαστα τμήματα ενός...χυλού ενέργειας, ο οποίος περικλύει ολόκληρο το Συμπαντικό δημιούργημα. Την Συμπαντική ομορφιά...Βλάπτοντας τη φύση, κάνουμε κακό στον ίδιο τον εαυτό μας. Για την ακρίβεια, βλάπτουμε μόνο τον εαυτό μας αφού η φύση διαθέτει εκείνες τις ασφαλιστικές δικλείδες και τους μηχανισμούς αυτοίασης, που θα της εξασφαλίσουν συντήρηση και...μακροημέρευση, σύμφωνα με τους νόμους τους Σύμπαντος.
Το πρόβλημα λοιπόν το έχουμε εμείς. Κι αν δεν αλλάξουμε μυαλά, η εξαφάνισή μας είναι μαθηματικώς βεβαία. Και η αντικατάστασή μας. Από...άλλους. Από όντα, τα οποία θα σέβονται αυτόν τον παράδεισο και θα τιμούν αυτούς, που τους τον έδωσαν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου